πνευμονόλιθος

πνευμονόλιθος
ο, Ν
ιατρ. στερεό σύγκριμα το οποίο βρίσκεται μερικές φορές μέσα στο πνευμονικό παρέγχυμα ως υπόλειμμα φυματιώσεως ή ιστοπλασμώσεως τών πνευμόνων ή επί πνευμονοκονιάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumolith (< πνεύμων, -ονος + λίθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”